3,277,114
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπανίημι:''' μειώνομαι ή [[χαλαρώνω]] για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., <i>τοῦφόβου ὑπανέντος</i> (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ. | |lsmtext='''ὑπανίημι:''' μειώνομαι ή [[χαλαρώνω]] για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., <i>τοῦφόβου ὑπανέντος</i> (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπᾰνίημι:''' (aor. ὑπανῆκα)<br /><b class="num">1)</b> несколько ослаблять, чуть-чуть смягчать (τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> успокаиваться, униматься: τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. когда страх немного улегся. | |||
}} | }} |