Anonymous

ὑπανίημι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπανίημι:''' μειώνομαι ή [[χαλαρώνω]] για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., <i>τοῦφόβου ὑπανέντος</i> (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπανίημι:''' μειώνομαι ή [[χαλαρώνω]] για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., <i>τοῦφόβου ὑπανέντος</i> (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπᾰνίημι:''' (aor. ὑπανῆκα)<br /><b class="num">1)</b> несколько ослаблять, чуть-чуть смягчать (τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> успокаиваться, униматься: τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. когда страх немного улегся.
}}
}}