3,274,919
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεράλλομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηλάμην</i>· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ὑπερ-ᾶλτο</i>, μτχ. <i>-άλμενος</i>· αποθ., [[πηδώ]] πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑπεράλλομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηλάμην</i>· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ὑπερ-ᾶλτο</i>, μτχ. <i>-άλμενος</i>· αποθ., [[πηδώ]] πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεράλλομαι:''' (эп. 3 л. sing. aor. 2 ὑπερᾶλτο) перепрыгивать, перескакивать: ὑ. τινος Hom. и τι Hom., Xen., Arst., Plut. перепрыгивать через что-л. | |||
}} | }} |