Anonymous

ὑπεράλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεράλλομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηλάμην</i>· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ὑπερ-ᾶλτο</i>, μτχ. <i>-άλμενος</i>· αποθ., [[πηδώ]] πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑπεράλλομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηλάμην</i>· συγκοπτ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ὑπερ-ᾶλτο</i>, μτχ. <i>-άλμενος</i>· αποθ., [[πηδώ]] πάνω από ή πέρα από, πιο πέρα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., στο ίδ.· ομοίως, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεράλλομαι:''' (эп. 3 л. sing. aor. 2 ὑπερᾶλτο) перепрыгивать, перескакивать: ὑ. τινος Hom. и τι Hom., Xen., Arst., Plut. перепрыгивать через что-л.
}}
}}