Anonymous

τρισσός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρισσός:''' Ιων. [[τριξός]], -ή, -όν ([[τρίς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τριπλός]], Λατ. [[triplex]], σε Ευρ. κ.λπ.· επίρρ. <i>τρισσῶς</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., [[τρεῖς]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''τρισσός:''' Ιων. [[τριξός]], -ή, -όν ([[τρίς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τριπλός]], Λατ. [[triplex]], σε Ευρ. κ.λπ.· επίρρ. <i>τρισσῶς</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., [[τρεῖς]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρισσός:''' позднеатт. [[τριττός]], ион. [[τριξός]] 3 троякий, тройной Hes., Eur.: τρισσοὶ προφάνητέ μοι Soph. явитесь втроем ко мне; τριττὰ εἴδη Plat. три вида.
}}
}}