Anonymous

ὑπέρ: Difference between revisions

From LSJ
3,495 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρ:''' [ῠ], Επικ. επίσης [[ὑπείρ]], Λατ. [[super]]· απ' όπου σχηματίστηκαν συγκρ. και υπερθ. [[ὑπέρτερος]], <i>-τατος</i>.<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[επάνω]], πάνω από·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[στάση]], [[στέρνον]] [[ὑπὲρ]] μαζοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὑπὲρ]] κεφαλῆς στῆναί τινι, στέκεται πάνω από το [[κεφάλι]] του, σε Όμηρ.· λέγεται για χώρες, [[υπεράνω]], μεσογειότερα, πιο μέσα στο εσωτερικό ή στην [[ενδοχώρα]], <i>οἰκέοντες ὑπὲρἉλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κίνηση]], [[επάνω]], κατά [[πλάτος]], από πάνω από, [[ὑπὲρ]] θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> πέρα, [[πλέον]], πιο πέρα, [[ὑπὲρ]] πόντου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., από την [[έννοια]] του [[κάθομαι]] από πάνω για [[προστασία]], για [[χάρη]] κάποιου, προς υπεράσπισή του, για την ασφάλειά του, ἑκατόμβην [[ῥέξαι]] [[ὑπὲρ]] Δαναῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· θύειν [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως, σε Ξεν.· [[ὑπὲρ]] τῆς πατρίδος ἀμύνειν, [[αγώνας]] για την [[υπεράσπιση]] της πατρίδας κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[χάριν]] ενός προσώπου ή πράγματος, <i>λίσσεσθαι ὑπὲρτοκέων</i>, [[ὑπὲρ]] πατρὸς καὶ μητρός, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., με σκοπό να, [[ὑπὲρ]] τοῦ μηδένα ἀποθνῄσκειν, [[εμποδίζω]], [[προστατεύω]] κάποιον από θάνατο, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> για [[χάρη]], προς [[χάριν]], [[έναντι]], στη [[θέση]], αντί κάποιου άλλου, στο όνομα κάποιου άλλου, [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]], σε Θουκ.· στρατηγῶν [[ὑπὲρ]] [[ὑμῶν]], ενεργώντας ως [[στρατηγός]] κατ' εντολήν σας, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το [[περί]], επί, ως προς, σχετικά με, όσον αφορά, Λατ. de, [[ὑπὲρ]] [[σέθεν]] αἴσχεα [[ἀκούω]], σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ λεγόμενα [[ὑπέρ]] τινος, σε Ηρόδ. <b>Β.</b> ΜΕ ΑΙΤ., όταν δηλώνεται το [[υπεράνω]], ανώτερο και πέρα από το οποίο πηγαίνει [[κάτι]],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[υπεράνω]], [[πέραν]], σε Όμηρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για μέτρο, περισσότερο, [[παραπάνω]], υπερβολικά, [[επιπλέον]], [[ὑπὲρ]] τὸ βέλτιστον, σε Αισχύλ.· [[ὑπὲρ]] ἐλπίδα, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[παράβαση]], πέρα από, καθ' [[ὑπερβολή]], [[εναντίον]], [[παρά]], εν αντιθέσει προς, [[ὑπὲρ]] αἶσαν, [[ὑπὲρ]] μοῖραν, [[ὑπὲρ]] ὅρκια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για αριθμό, περισσότερο από, [[επιπλέον]] του, [[ὑπὲρ]] [[τεσσεράκοντα]], σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ὑπὲρ]] τὸ ἥμισυ, περισσότερο από το μισό, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b>χρησιμ. για χρόνο, πέρα, δηλ. [[πριν]], προγενέστερα, προ, [[προτού]], πρωτύτερα, [[νωρίτερα]] από, ὁ [[ὑπὲρ]] τὰ Μηδικὰ [[πόλεμος]], σε Θουκ. <b>Γ.</b> ΘΕΣΗ· η [[ὑπὲρ]] μπορεί να έπεται του ουσ., [[αλλά]] [[τότε]] με [[αναστροφή]] γίνεται [[ὕπερ]], σε Όμηρ., Τραγ. <b>Δ.</b> ΩΣ ΕΠΙΡΡ., [[πάρα]] [[πολύ]], υπέρμετρα, υπερβολικά, [[ὑπὲρ]] μὲν [[ἄγαν]], σε Ευρ.· γράφεται [[ὑπεράγαν]], σε Στράβ. κ.λπ. <b>Ε.</b> ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[υπεράνω]], πέρα από, πιο πέρα, όπως στα ὑπερ-[[βαίνω]], ὑπερ-[[πόντιος]],<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[χάρη]], προς [[υπεράσπιση]] κάποιου, όπως στα <i>ὑπερ-[[ασπίζω]]</i>, <i>ὑπερ-αλγέω</i>,<br /><b class="num">3.</b> πάνω από το μέτρο, υπερβολικά, υπέρμετρα, όπως στα <i>ὑπερ-ήφανος</i>, <i>ὑπερ-φίαλος</i>.
|lsmtext='''ὑπέρ:''' [ῠ], Επικ. επίσης [[ὑπείρ]], Λατ. [[super]]· απ' όπου σχηματίστηκαν συγκρ. και υπερθ. [[ὑπέρτερος]], <i>-τατος</i>.<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[επάνω]], πάνω από·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[στάση]], [[στέρνον]] [[ὑπὲρ]] μαζοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὑπὲρ]] κεφαλῆς στῆναί τινι, στέκεται πάνω από το [[κεφάλι]] του, σε Όμηρ.· λέγεται για χώρες, [[υπεράνω]], μεσογειότερα, πιο μέσα στο εσωτερικό ή στην [[ενδοχώρα]], <i>οἰκέοντες ὑπὲρἉλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κίνηση]], [[επάνω]], κατά [[πλάτος]], από πάνω από, [[ὑπὲρ]] θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> πέρα, [[πλέον]], πιο πέρα, [[ὑπὲρ]] πόντου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., από την [[έννοια]] του [[κάθομαι]] από πάνω για [[προστασία]], για [[χάρη]] κάποιου, προς υπεράσπισή του, για την ασφάλειά του, ἑκατόμβην [[ῥέξαι]] [[ὑπὲρ]] Δαναῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· θύειν [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως, σε Ξεν.· [[ὑπὲρ]] τῆς πατρίδος ἀμύνειν, [[αγώνας]] για την [[υπεράσπιση]] της πατρίδας κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[χάριν]] ενός προσώπου ή πράγματος, <i>λίσσεσθαι ὑπὲρτοκέων</i>, [[ὑπὲρ]] πατρὸς καὶ μητρός, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., με σκοπό να, [[ὑπὲρ]] τοῦ μηδένα ἀποθνῄσκειν, [[εμποδίζω]], [[προστατεύω]] κάποιον από θάνατο, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> για [[χάρη]], προς [[χάριν]], [[έναντι]], στη [[θέση]], αντί κάποιου άλλου, στο όνομα κάποιου άλλου, [[ὑπὲρ]] [[ἑαυτοῦ]], σε Θουκ.· στρατηγῶν [[ὑπὲρ]] [[ὑμῶν]], ενεργώντας ως [[στρατηγός]] κατ' εντολήν σας, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το [[περί]], επί, ως προς, σχετικά με, όσον αφορά, Λατ. de, [[ὑπὲρ]] [[σέθεν]] αἴσχεα [[ἀκούω]], σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ λεγόμενα [[ὑπέρ]] τινος, σε Ηρόδ. <b>Β.</b> ΜΕ ΑΙΤ., όταν δηλώνεται το [[υπεράνω]], ανώτερο και πέρα από το οποίο πηγαίνει [[κάτι]],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[υπεράνω]], [[πέραν]], σε Όμηρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για μέτρο, περισσότερο, [[παραπάνω]], υπερβολικά, [[επιπλέον]], [[ὑπὲρ]] τὸ βέλτιστον, σε Αισχύλ.· [[ὑπὲρ]] ἐλπίδα, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[παράβαση]], πέρα από, καθ' [[ὑπερβολή]], [[εναντίον]], [[παρά]], εν αντιθέσει προς, [[ὑπὲρ]] αἶσαν, [[ὑπὲρ]] μοῖραν, [[ὑπὲρ]] ὅρκια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για αριθμό, περισσότερο από, [[επιπλέον]] του, [[ὑπὲρ]] [[τεσσεράκοντα]], σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ὑπὲρ]] τὸ ἥμισυ, περισσότερο από το μισό, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b>χρησιμ. για χρόνο, πέρα, δηλ. [[πριν]], προγενέστερα, προ, [[προτού]], πρωτύτερα, [[νωρίτερα]] από, ὁ [[ὑπὲρ]] τὰ Μηδικὰ [[πόλεμος]], σε Θουκ. <b>Γ.</b> ΘΕΣΗ· η [[ὑπὲρ]] μπορεί να έπεται του ουσ., [[αλλά]] [[τότε]] με [[αναστροφή]] γίνεται [[ὕπερ]], σε Όμηρ., Τραγ. <b>Δ.</b> ΩΣ ΕΠΙΡΡ., [[πάρα]] [[πολύ]], υπέρμετρα, υπερβολικά, [[ὑπὲρ]] μὲν [[ἄγαν]], σε Ευρ.· γράφεται [[ὑπεράγαν]], σε Στράβ. κ.λπ. <b>Ε.</b> ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[υπεράνω]], πέρα από, πιο πέρα, όπως στα ὑπερ-[[βαίνω]], ὑπερ-[[πόντιος]],<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[χάρη]], προς [[υπεράσπιση]] κάποιου, όπως στα <i>ὑπερ-[[ασπίζω]]</i>, <i>ὑπερ-αλγέω</i>,<br /><b class="num">3.</b> πάνω από το μέτρο, υπερβολικά, υπέρμετρα, όπως στα <i>ὑπερ-ήφανος</i>, <i>ὑπερ-φίαλος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρ:''' <b class="num">I</b> (ῠ) adv.<br /><b class="num">1)</b> сильно, крайне: ὑ. [[ἄγαν]] Eur. с чрезмерной силой;<br /><b class="num">2)</b> в еще большей степени (διάκονοί εἰσιν; ὑ. [[ἐγώ]] NT).<br /><b class="num">II</b> эп.-ион. тж. [[ὑπείρ]] (при постановке после существ. подвергается анастрофе: γουνὸς [[ὕπερ]])<br /><b class="num">1)</b> praep. [[cum]] gen.; 1.1) сверху, над: ὑ. αἴης Hom. над уровнем земли; οἱ ὑ. τῶν [[ἄκρων]] Thuc. жители гор; 1.2) поверх, через: νηὸς ὑ. τοίχων Hom. через борты корабля; ὑ. τῶν [[πρόσθεν]] Xen. через головы впереди стоящих; 1.3) с другой стороны, за ([[τηλοῦ]] ὑ. πόντου Hom.; ὑ. Αἰγύπτου Thuc.); 1.4) для, ради, из-за, за (μάχεσθαι ὑ. τινος Plat.): λέγειν ὑ. τινος Soph., Xen. говорить в пользу или в защиту кого(чего)-л. (ср. 5); ὑ. τοῦ μὴ ποιεῖν τι Isocr. чтобы не делать чего-л.; βοηθεῖν ὑ. τινος Xen. идти на помощь ради (во имя) чего-л.; φοβεῖσθαι ὑ. τινος Soph. бояться за кого-л.; εὐδαιμονίζειν τινὰ ὑ. τινος Xen. считать кого-л. счастливым вследствие чего-л.; εἷς ὑ. πάντων NT один за всех; 1.5) вместо, от имени: ὑ. τινος [[εἰπεῖν]] Xen. сказать от чьего-л. имени; 1.6) о, насчет: διαλέγεσθαι ὑ. τινος Plat. рассуждать о чем-л.; θαρρεῖν ὑ. τινος Xen. быть спокойным насчет чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> praep. [[cum]] acc.; 2.1) повыше, поверх, над: ὑ. ὦμον Hom. поверх (мимо) плеча; ὑ. τὸ [[ὑγρόν]] Polyb. над поверхностью воды; 2.2) на (поверхности): ὑ. γῆν Plut. на земле; 2.3) через: ὑ. πόντον Aesch., через море, по морю; 2.4) по ту сторону, за пределами (ὑ. Ἡρακλείας στήλας Plat.); 2.5) до, перед: πρὸς τὸν ὑ. τὰ Μηδικὰ πόλεμον Thuc. во время войны, происходившей до Персидских войн; 2.6) свыше, сверх: ὑ. [[τριάκοντα]] ἔτη γεγονώς Plat. старше тридцати лет; ὑ. τὸν Τιθωνὸν [[ζῆν]] Luc. жить дольше Тифона; ὑ. τὸ [[ὕδωρ]] λέγειν Luc. говорить дольше положенного (по водяным часам) времени; ὑ. ἄνθρωπον Plat. превышать человеческие силы; ὑ. ἐλπίδα Soph. сверх ожидания, т. е. невероятно; τομώτερος ὑ. πᾶσαν μάχαιραν NT острее всякого меча; 2.7) вопреки, наперекор (ὑ. μοῖραν Hom.): ὑ. ὅρκια Hom. вопреки клятвенным обязательствам; κατ᾽ αἶσαν οὐδ᾽ ὑ. αἶσαν Hom. по праву, а не зря.
}}
}}