Anonymous

ὑπερφύομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερφύομαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]], [[υπερέχω]], με αιτ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑπερφύομαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]], [[υπερέχω]], με αιτ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερφύομαι:''' перерастать, превосходить: ὑπερφὺς Ἓλληνας ἰσχύϊ Her. превзошедший (всех) греков силой.
}}
}}