Anonymous

ὕπερος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπερος:''' ὁ ή [[ὕπερον]], τό,<br /><b class="num">I.</b> [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]] για [[κοπάνισμα]] και [[τρίψιμο]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε έχει [[σχήμα]] κόπανου, γουδοχεριού, [[ρόπαλο]], [[ραβδί]], [[στειλιάρι]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ὕπερος:''' ὁ ή [[ὕπερον]], τό,<br /><b class="num">I.</b> [[κόπανος]], [[γουδοχέρι]] για [[κοπάνισμα]] και [[τρίψιμο]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε έχει [[σχήμα]] κόπανου, γουδοχεριού, [[ρόπαλο]], [[ραβδί]], [[στειλιάρι]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπερος:''' ὁ<b class="num">1)</b> пест Hes., Her.: ὑπέρου [[περιτροπή]] Plat., Plut. вращение песта (о бесполезном труде);<br /><b class="num">2)</b> булава, дубинка Plut., Luc.
}}
}}