Anonymous

ὑπεραλγέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερᾰλγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[νιώθω]] πόνο για ή εξαιτίας, <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> θλίβομαι υπερβολικά, <i>τινί</i> για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αριστ.· απόλ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑπερᾰλγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[νιώθω]] πόνο για ή εξαιτίας, <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> θλίβομαι υπερβολικά, <i>τινί</i> για [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αριστ.· απόλ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεραλγέω:''' <b class="num">1)</b> чрезмерно или глубоко сокрушаться: ὑ. τινι Her. и ἐπί τινι Luc. тяжело скорбеть о ком(чем)-л.; ὑ. ἀλγοῦντι Arst. выражать скорбящему преувеличенное сострадание; μὴ ὑπαράλγει φροντίδα λύπᾳ Eur. не предавайся столь страшному отчаянию;<br /><b class="num">2)</b> сокрушаться по (какому-л.) поводу: ὑ. τινος Soph., Eur., Arph. сокрушаться из-за кого(чего)-л.
}}
}}