Anonymous

ὑπερτελής: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερτελής:''' -ές ([[τέλος]]), γεν. <i>-έος</i>,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που υψώνεται πάνω από τις δυσκολίες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που ανατέλλει ή εμφανίζεται πάνω από [[κάτι]], σε Ευρ.· ἄθλων [[ὑπερτελής]], αυτός που έχει φθάσει στο [[τέλος]] των αγώνων, των κόπων, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπερτελής:''' -ές ([[τέλος]]), γεν. <i>-έος</i>,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που υψώνεται πάνω από τις δυσκολίες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που ανατέλλει ή εμφανίζεται πάνω από [[κάτι]], σε Ευρ.· ἄθλων [[ὑπερτελής]], αυτός που έχει φθάσει στο [[τέλος]] των αγώνων, των κόπων, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερτελής:''' <b class="num">I</b> 2 [[τέλος]] I, 10]<br /><b class="num">1)</b> далеко видный (ὥς τις [[ἥλιος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> достигший: τῶν ἄθλων ὑ. Soph. доведший борьбу до конца.<br /><b class="num">II</b> 2 [[τέλλω]] поднимающийся, возвышающийся (οἴκων Eur.).
}}
}}