Anonymous

ὑπερδικέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερδῐκέω:''' [[υπερασπίζω]], [[συνηγορώ]] [[υπέρ]], [[ενεργώ]] ως [[συνήγορος]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.· [[ὑπερδικέω]] τὸ φεύγειν τινός, [[υποστηρίζω]] την [[αθώωση]] κάποιου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑπερδῐκέω:''' [[υπερασπίζω]], [[συνηγορώ]] [[υπέρ]], [[ενεργώ]] ως [[συνήγορος]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.· [[ὑπερδικέω]] τὸ φεύγειν τινός, [[υποστηρίζω]] την [[αθώωση]] κάποιου, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερδῐκέω:''' досл. защищать перед судом, перен. заступаться, поддерживать: ὑ. τὸ φεύγειν τινός Aesch. требовать оправдания для кого-л.; ὑ. τοῦ λόγου Plat. отстаивать свое утверждение.
}}
}}