Anonymous

ὑπερήδομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερήδομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] υπερβολικά για, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· με μτχ., <i>ὑπερήδετο ἀκούων</i>, χάρηκε [[πολύ]] ακούγοντας, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπερήδομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] υπερβολικά για, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· με μτχ., <i>ὑπερήδετο ἀκούων</i>, χάρηκε [[πολύ]] ακούγοντας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερήδομαι:''' чрезвычайно радоваться: ὑ. τινι Her. быть весьма довольным чем-л.; ὑπερήδετο ἀκούων Her., Xen. он слушал с величайшим удовольствием или чрезвычайно обрадовался, услышав.
}}
}}