Anonymous

ὑπερκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> τεντώνομαι και κοιτώ πάνω από, σε Πλάτ.· με γεν., σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[βαδίζω]] πέρα από, [[υπερβαίνω]], με αιτ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑπερκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> τεντώνομαι και κοιτώ πάνω από, σε Πλάτ.· με γεν., σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[βαδίζω]] πέρα από, [[υπερβαίνω]], με αιτ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερκύπτω:''' <b class="num">1)</b> наклоняться, нагибаться: ὑπερκύψας [[κατεῖδον]] Plat. перегнувшись, я увидел (следующее); τοῦ στομίου ὑπερκῦψαι Luc. высунуться из ворот, выглянуть за ворота;<br /><b class="num">2)</b> превосходить (ὄλβον τινός Anth.).
}}
}}