Anonymous

ὑποθάλπω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποθάλπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θερμαίνω]] εσωτερικά, σε Αισχύλ. — Παθ., [[ανάβω]] [[κρυφά]] [[κάτι]], με δοτ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑποθάλπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θερμαίνω]] εσωτερικά, σε Αισχύλ. — Παθ., [[ανάβω]] [[κρυφά]] [[κάτι]], με δοτ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθάλπω:''' подогревать, разгорячать: [[ὑπό]] μ᾽ αὖ μανίαι θάλπουσι Aesch. снова охватывает меня жар безумия; τέφρῃ [[πῦρ]] ὑποθαλπόμενον Anth. тлеющий под пеплом огонь.
}}
}}