Anonymous

ὑποσκελίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσκελίζω:'''<b class="num">1.</b> [[ανατρέπω]] κάποιον βάζοντάς του [[τρικλοποδιά]], [[αναποδογυρίζω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], Λατ. supplantare, σε Δημ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ὑποσκελίζων καὶ ἀνατρέπων</i>, σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''ὑποσκελίζω:'''<b class="num">1.</b> [[ανατρέπω]] κάποιον βάζοντάς του [[τρικλοποδιά]], [[αναποδογυρίζω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]], Λατ. supplantare, σε Δημ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ὑποσκελίζων καὶ ἀνατρέπων</i>, σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσκελίζω:''' <b class="num">1)</b> подставлять ногу, давать подножку (ὑ. καὶ ἀνατρέπειν Plat.): ὑ. ἀλλήλους Luc. давать друг другу подножку;<br /><b class="num">2)</b> pass. сбиваться с ног, падать (οὐ δυνάμενοι βαδίζειν ὑποσκελίζονται Plut.);<br /><b class="num">3)</b> обманывать, перехитрить (ὑ. καὶ συκοφαντεῖν Dem.).
}}
}}