Anonymous

ὑπό: Difference between revisions

From LSJ
10,549 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπό:''' [ῠ], Λατ. [[sub]], πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ. Επικ. [[ὑπαί]] [[πριν]] από <i>δ</i>, <i>π</i>.<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], από [[κάτω]], <i>ῥέεικρήνη ὑπὸ σπείους</i>, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[διάσωση]], [[απαλλαγή]] από την [[εξουσία]] κάποιου· ακολουθ. τα ρήματα [[ἐρύεσθαι]], <i>ἁρπάζειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵππους λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ</i>, έλυσαν τα άλογα από [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάτω]] από, από [[κάτω]], μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ [[ἤλασα]], έμπηξα, έχωσα τη ράβδο μέσα και [[κάτω]] από τα αναμμένα κάρβουνα φωτιάς που κοντεύει να σβήσει, [[κάτω]] από τη [[θράκα]], [[χόβολη]], σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ στέρνοιο [[τυχήσας]], πλήττοντάς τον [[κάτω]] από το [[στήθος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπὸ χθονός</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρησιμ. για το ποιητ. [[αίτιο]], με Παθ. ρήματα, από/μέσω, Λατ. a ή ab, [[ὑπό]] τινος [[δαμῆναι]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὑφ' [[ἑαυτοῦ]], από δική του [[ενέργεια]], δηλ. αφ' [[εαυτού]], σε Θουκ.· επίσης, φεύγειν [[ὑπό]] τινος, δηλ. καταδιώκομαι από κάποιον και [[φεύγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπαινον ἔχειν [[ὑπό]] τινος, σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα και πρόσωπα, ὡς [[διάκειμαι]] ὑπὸ τῆς νόσου, σε Θουκ.· ἐνδακρύειν χαρᾶς [[ὕπο]], σε Αισχύλ.· <i>μαίνεται ὑφ' ἡδονῆς</i>, σε Σοφ.· <i>ὀρύσσειν ὑπὸ μαστίγων</i>, [[σκάβω]], [[εξορύσσω]] [[κάτω]] από το φόβο, υπό [[απειλή]] μαστιγίου, δηλ. [[εξορύσσω]] ενώ μαστιγώνομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[μουσική]] [[συνοδεία]], στον ρυθμό ενός πράγματος, <i>κωμάζειν ὑπ' αὐλοῦ</i>, σε Ησίοδ.· <i>πίνειν ὑπὸ σάλπιγγος</i>, σε Αριστοφ.· [[έπειτα]], για οτιδήποτε συνοδεύει [[κάτι]], <i>δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων ἠγίνεον</i>, υπό το φως δαυλών, πυρσών, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπ' εὐφήμου βοῆς [[θῦσαι]], [[προσφορά]] θυσίας που συνοδεύεται από εύφημη [[βοή]], σε Σοφ.· <i>ὑπὸ πομπῆς</i>, σε ή με επίσημη, σοβαρή [[πομπή]], σε Ηρόδ. <b>Β.</b> ΜΕ ΔΟΤ., λέγεται για [[τόπο]] ή για [[θέση]],<br /><b class="num">1.</b> ὑπὸ [[ποσσί]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπὸ πλατανίστῳ</i>, στο ίδ.· <i>ὑπ' Ἰλίῳ</i>, [[κάτω]] από τα τείχη του, σε Ευρ.· <i>ὑφ' ἅρμασι</i>, [[κάτω]] από το [[άρμα]], δηλ. ζευγμένος σε αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> ὑπὸ [[χερσί]] τινος [[δαμῆναι]], υποταγμένος [[κάτω]] από, δηλ. μέσω της δύναμης των όπλων του, στο ίδ.· ὑπὸ δουρὶ [[δαμῆναι]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για [[πρόσωπο]] υπό την [[εξουσία]] ή την [[επιρροή]] του οποίου γίνεται [[κάτι]], φέβεσθαι [[ὑπό]] τινι, τρέπομαι σε [[φυγή]] ενώπιόν του, στο ίδ.· ὑπὸ πομπῇ τινος [[βῆναι]], [[ακολουθώ]], κατατάσσομαι, [[συμμετέχω]] σε [[φάλαγγα]], σε [[εφοδιοπομπή]], στη [[νηοπομπή]] κάποιου, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[δήλωση]] υποταγής, [[ὑπό]] τινι, [[κάτω]] από την [[εξουσία]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἶναιὑπό τινι</i>, είμαι [[υποτελής]] κάποιου, σε Θουκ.· <i>ἔχειν ὑφ' ἑαυτῷ</i>, [[υπόκειμαι]] στην [[εξουσία]] κάποιου, στις διαταγές κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμ. για πράγματα που έρχονται σε [[μία]] [[τάξη]], <i>ἐργασίαι ὑπὸ ταῖς τέχναις</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> όπως στο<br /><b class="num">Α.</b> II. 3, ὑπ' αὐλητῆρι πρόσθ' [[ἔκιον]], προχωρούσαν στον ρυθμό της μουσικής του αυλητή, σε Ησίοδ.· γενικά, λέγεται για συνακόλουθες περιστάσεις, ἐξ ἁλὸς [[εἶσι]] πνοιῇ [[ὕπο]] Ζεφύροιο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὑπὸ σκότῳ</i>, <i>νυκτί</i>, σε Αισχύλ. <b>Γ.</b> ΜΕ ΑΙΤ., λέγεται για [[τόπο]], προς και [[κάτω]] από,<br /><b class="num">I. 1.</b> ὑπὸ [[σπέος]] ἤλασε μῆλα, τα οδήγησε [[κάτω]] από, δηλ. μέσα στη [[σπηλιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ [[δικαστήριον]] ἄγειν, [[φέρνω]] κάποιον [[κάτω]] από ή ενώπιον των υψηλών εδρών των δικαστών, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ὑπό]] με δοτ. [[χωρίς]] [[έννοια]] κίνησης, <i>ὑπ' ἠῶ τ' ἠέλιόν τε</i>, [[παντού]] [[κάτω]] από τον ήλιο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπὸτὴν ἄρκτον</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὸ ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[υποταγή]], ποιεῖσθαι ὑπὸ [[σφᾶς]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για χρόνο, όπως το Λατ. [[sub]], [[μόλις]] [[μετά]], [[σχεδόν]] κατά, <i>ὑπὸ [[νύκτα]]</i>, κατά τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ [[ταῦτα]], [[εκείνη]] [[περίπου]] την περίοδο, σε Ηρόδ.· <i>ὑπὸτὸν νηὸν κατακαέντα</i>, κατά την περίοδο που κάηκε ο [[ναός]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπὸ τὸν σεισμόν</i>, κατά την περίοδο του σεισμού, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>χρησιμ. για [[μουσική]] [[συνοδεία]], <i>ὑπὸ αὐλὸν διαλέγεσθαι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">V.</b> [[ὑπό]] τι, ως επίρρ., σ' έναν συγκεκριμένο βαθμό, κατά ένα συγκεκριμένο μέτρο, Λατ. [[aliquatenus]], σε Πλάτ. <b>Δ.</b> ΘΕΣΗ, η <i>ὑπὸ</i> μπορεί [[πάντοτε]] να ακολουθεί [[μετά]] την [[πτώση]], [[οπότε]] με [[αναστροφή]] μετατρέπεται σε [[ὕπο]]. <b>Ε.</b> ΩΣ ΕΠΙΡΡ.,<br /><b class="num">1.</b> [[κάτω]] από, από [[κάτω]], από [[κάτω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> από [[πίσω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μυστικά]], απαρατήρητα, ανεπαίσθητα, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Ζ.</b> ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κάτω]] από, λέγεται για [[στάση]] και [[κίνηση]], όπως στα <i>ὕπ-ειμι</i>, ὑπο-[[βαίνω]].<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[περίβλημα]], [[επένδυση]] ή [[περικάλυψη]] ενός πράγματος από ένα [[άλλο]], όπως στο [[ὑπό]]-χρυσος.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[δήλωση]] υποταγής, ὑπο-[[δαμνάω]], <i>ὑφ-[[ηνίοχος]]</i>.<br /><b class="num">II.</b> [[μάλλον]], κάπως, [[λιγάκι]], λίγο, ὑπο-[[κινέω]], [[ὑπό]]-λευκος, [[κρυφά]], ανεπαίσθητα, [[μυστικά]], [[ὑποθωπεύω]].
|lsmtext='''ὑπό:''' [ῠ], Λατ. [[sub]], πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ. Επικ. [[ὑπαί]] [[πριν]] από <i>δ</i>, <i>π</i>.<br /><b class="num">Α.</b> ΜΕ ΓΕΝ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], από [[κάτω]], <i>ῥέεικρήνη ὑπὸ σπείους</i>, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[διάσωση]], [[απαλλαγή]] από την [[εξουσία]] κάποιου· ακολουθ. τα ρήματα [[ἐρύεσθαι]], <i>ἁρπάζειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵππους λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ</i>, έλυσαν τα άλογα από [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάτω]] από, από [[κάτω]], μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ [[ἤλασα]], έμπηξα, έχωσα τη ράβδο μέσα και [[κάτω]] από τα αναμμένα κάρβουνα φωτιάς που κοντεύει να σβήσει, [[κάτω]] από τη [[θράκα]], [[χόβολη]], σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ στέρνοιο [[τυχήσας]], πλήττοντάς τον [[κάτω]] από το [[στήθος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπὸ χθονός</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρησιμ. για το ποιητ. [[αίτιο]], με Παθ. ρήματα, από/μέσω, Λατ. a ή ab, [[ὑπό]] τινος [[δαμῆναι]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὑφ' [[ἑαυτοῦ]], από δική του [[ενέργεια]], δηλ. αφ' [[εαυτού]], σε Θουκ.· επίσης, φεύγειν [[ὑπό]] τινος, δηλ. καταδιώκομαι από κάποιον και [[φεύγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπαινον ἔχειν [[ὑπό]] τινος, σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα και πρόσωπα, ὡς [[διάκειμαι]] ὑπὸ τῆς νόσου, σε Θουκ.· ἐνδακρύειν χαρᾶς [[ὕπο]], σε Αισχύλ.· <i>μαίνεται ὑφ' ἡδονῆς</i>, σε Σοφ.· <i>ὀρύσσειν ὑπὸ μαστίγων</i>, [[σκάβω]], [[εξορύσσω]] [[κάτω]] από το φόβο, υπό [[απειλή]] μαστιγίου, δηλ. [[εξορύσσω]] ενώ μαστιγώνομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[μουσική]] [[συνοδεία]], στον ρυθμό ενός πράγματος, <i>κωμάζειν ὑπ' αὐλοῦ</i>, σε Ησίοδ.· <i>πίνειν ὑπὸ σάλπιγγος</i>, σε Αριστοφ.· [[έπειτα]], για οτιδήποτε συνοδεύει [[κάτι]], <i>δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων ἠγίνεον</i>, υπό το φως δαυλών, πυρσών, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπ' εὐφήμου βοῆς [[θῦσαι]], [[προσφορά]] θυσίας που συνοδεύεται από εύφημη [[βοή]], σε Σοφ.· <i>ὑπὸ πομπῆς</i>, σε ή με επίσημη, σοβαρή [[πομπή]], σε Ηρόδ. <b>Β.</b> ΜΕ ΔΟΤ., λέγεται για [[τόπο]] ή για [[θέση]],<br /><b class="num">1.</b> ὑπὸ [[ποσσί]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπὸ πλατανίστῳ</i>, στο ίδ.· <i>ὑπ' Ἰλίῳ</i>, [[κάτω]] από τα τείχη του, σε Ευρ.· <i>ὑφ' ἅρμασι</i>, [[κάτω]] από το [[άρμα]], δηλ. ζευγμένος σε αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> ὑπὸ [[χερσί]] τινος [[δαμῆναι]], υποταγμένος [[κάτω]] από, δηλ. μέσω της δύναμης των όπλων του, στο ίδ.· ὑπὸ δουρὶ [[δαμῆναι]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για [[πρόσωπο]] υπό την [[εξουσία]] ή την [[επιρροή]] του οποίου γίνεται [[κάτι]], φέβεσθαι [[ὑπό]] τινι, τρέπομαι σε [[φυγή]] ενώπιόν του, στο ίδ.· ὑπὸ πομπῇ τινος [[βῆναι]], [[ακολουθώ]], κατατάσσομαι, [[συμμετέχω]] σε [[φάλαγγα]], σε [[εφοδιοπομπή]], στη [[νηοπομπή]] κάποιου, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[δήλωση]] υποταγής, [[ὑπό]] τινι, [[κάτω]] από την [[εξουσία]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἶναιὑπό τινι</i>, είμαι [[υποτελής]] κάποιου, σε Θουκ.· <i>ἔχειν ὑφ' ἑαυτῷ</i>, [[υπόκειμαι]] στην [[εξουσία]] κάποιου, στις διαταγές κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμ. για πράγματα που έρχονται σε [[μία]] [[τάξη]], <i>ἐργασίαι ὑπὸ ταῖς τέχναις</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> όπως στο<br /><b class="num">Α.</b> II. 3, ὑπ' αὐλητῆρι πρόσθ' [[ἔκιον]], προχωρούσαν στον ρυθμό της μουσικής του αυλητή, σε Ησίοδ.· γενικά, λέγεται για συνακόλουθες περιστάσεις, ἐξ ἁλὸς [[εἶσι]] πνοιῇ [[ὕπο]] Ζεφύροιο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὑπὸ σκότῳ</i>, <i>νυκτί</i>, σε Αισχύλ. <b>Γ.</b> ΜΕ ΑΙΤ., λέγεται για [[τόπο]], προς και [[κάτω]] από,<br /><b class="num">I. 1.</b> ὑπὸ [[σπέος]] ἤλασε μῆλα, τα οδήγησε [[κάτω]] από, δηλ. μέσα στη [[σπηλιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ὑπὸ [[δικαστήριον]] ἄγειν, [[φέρνω]] κάποιον [[κάτω]] από ή ενώπιον των υψηλών εδρών των δικαστών, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ὑπό]] με δοτ. [[χωρίς]] [[έννοια]] κίνησης, <i>ὑπ' ἠῶ τ' ἠέλιόν τε</i>, [[παντού]] [[κάτω]] από τον ήλιο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπὸτὴν ἄρκτον</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὸ ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[υποταγή]], ποιεῖσθαι ὑπὸ [[σφᾶς]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για χρόνο, όπως το Λατ. [[sub]], [[μόλις]] [[μετά]], [[σχεδόν]] κατά, <i>ὑπὸ [[νύκτα]]</i>, κατά τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ [[ταῦτα]], [[εκείνη]] [[περίπου]] την περίοδο, σε Ηρόδ.· <i>ὑπὸτὸν νηὸν κατακαέντα</i>, κατά την περίοδο που κάηκε ο [[ναός]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπὸ τὸν σεισμόν</i>, κατά την περίοδο του σεισμού, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>χρησιμ. για [[μουσική]] [[συνοδεία]], <i>ὑπὸ αὐλὸν διαλέγεσθαι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">V.</b> [[ὑπό]] τι, ως επίρρ., σ' έναν συγκεκριμένο βαθμό, κατά ένα συγκεκριμένο μέτρο, Λατ. [[aliquatenus]], σε Πλάτ. <b>Δ.</b> ΘΕΣΗ, η <i>ὑπὸ</i> μπορεί [[πάντοτε]] να ακολουθεί [[μετά]] την [[πτώση]], [[οπότε]] με [[αναστροφή]] μετατρέπεται σε [[ὕπο]]. <b>Ε.</b> ΩΣ ΕΠΙΡΡ.,<br /><b class="num">1.</b> [[κάτω]] από, από [[κάτω]], από [[κάτω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> από [[πίσω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μυστικά]], απαρατήρητα, ανεπαίσθητα, σε Ομήρ. Ιλ. <b>Ζ.</b> ΣΤΑ ΣΥΝΘ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κάτω]] από, λέγεται για [[στάση]] και [[κίνηση]], όπως στα <i>ὕπ-ειμι</i>, ὑπο-[[βαίνω]].<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[περίβλημα]], [[επένδυση]] ή [[περικάλυψη]] ενός πράγματος από ένα [[άλλο]], όπως στο [[ὑπό]]-χρυσος.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[δήλωση]] υποταγής, ὑπο-[[δαμνάω]], <i>ὑφ-[[ηνίοχος]]</i>.<br /><b class="num">II.</b> [[μάλλον]], κάπως, [[λιγάκι]], λίγο, ὑπο-[[κινέω]], [[ὑπό]]-λευκος, [[κρυφά]], ανεπαίσθητα, [[μυστικά]], [[ὑποθωπεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπό:''' <b class="num">I</b> (ῠ) adv. внизу, снизу: τρομέει δ᾽ ὑ. γυῖα Hom. ноги дрожат подо мной; [[πῖαρ]] ὕπ᾽ [[οὖδας]] Hom. внизу (находится) тучная почва; ὑ. δὲ φαρετρεῶνες ἐκρέμαντο Her. снизу же висели колчаны.<br /><b class="num">II</b> эп.-поэт. тж. [[ὑπαί]] (перед δ и π), в анастрофе [[ὕπο]], in elisione ὑπ᾽ - перед придых. ὑφ᾽<br /><b class="num">1)</b> praep. [[cum]] gen.; 1.1) из-под: ἐρύειν τι ὑ. τινος Hom. вырвать что-л. из-под кого-л., т. е. из чьих-л. рук; ὑ. βλεφάρων Hom. из-под век: ὑ. χθονός Hes. из-под земли (ср. 2); 1.2) под (на вопросы «куда» и «где»): ὑ. χθονός Hom. (ср. 1) и ὑ. γῆς Plat. под землей или под землю; οἱ ὑ. χθονός Aesch., Soph. погребенные, умершие; [[λαβεῖν]] ὑ. μάλης τι Plat. взять что-л. под мышку; ὑ. στέρνοιο [[τυχεῖν]] Hom. поразить под (самую) грудь; ὑ. τῆς αἰθρίας Xen. под открытым небом; 1.3) у подножия (ὑ. τῆς πλατάνου Plat.); 1.4) от, из: τὸ [[ὑπό]] τινος [[λοιπόν]] Dem. остаток от чего-л.; λύεσθαι ἵππους ὑ. ζυγοῦ Hom. распрягать лошадей; 1.5) от, из-за, по причине: [[δαμῆναι]] δουρὶ ὑ. τινος Hom. пасть от чьего-л. копья; ὑ. τινος θνῄσκειν Hom. и ἀποθνῄσκειν Her., Thuc. умирать от чьей-л. руки; [[χαλεπῶς]] ἔχειν ὑ. τραυμάτων Plat. тяжело страдать от ран; ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν Hom. от крика ахейцев; ὑ. χάρματος HH или χαρᾶς ὕ. Aesch. от радости; ὑπ᾽ ἀνάγκης Hom. поневоле; ὀργῆς [[ὕπο]] Eur. из-за гнева; ὑ. [[ταύτης]] τῆς αἰτίας Plat. по этой причине; ὑπ᾽ ἄλγους Aesch. и ὑπ᾽ ὀδύνης Plat. от боли; ὑπ᾽ ἀγνοίας Aesch. по незнанию; ὑφ᾽ ἡδονῆς Soph. из-за (ради) удовольствия; μνήμης [[ὕπο]] Soph. по памяти; ὑ. ἀπλοίας Thuc. вследствие неблагоприятных для плавания условий; ὑ. τῆς παρεούσης συμφορῆς Her. ввиду случившегося несчастья; 1.6) с, при, в сопровождении: ὑπ᾽ αὐλοῦ Hes., Her. под звуки свирели; ὑπ᾽ οἰωνῶν [[καλῶν]] Eur. при благоприятных предзнаменованиях; [[ἄελλα]] ὑ. βροντῆς Hom. буря с громом; ὑπὸ φανοῦ Xen. при свете факела; ὑπὸ σκότου Soph., Xen. во тьме, перен. втайне; ὑ. πομπῆς Her. в торжественном шествии; ὑ. θυσιῶν καὶ ὑ. εὐχῶν Plat. среди жертвоприношений и молитв; ὑ. μαστίγων Her. под ударами бичей; ὑπ᾽ εὐκλείας [[θανεῖν]] Eur. умереть со славой; 1.7) в подчинении у: λαοὶ ὑπ᾽ [[αὐτοῦ]] Hom. управляемые им народные массы; ὑπ᾽ ὀρφανιστῶν Soph. под властью опекунов; 1.8) при обознач. действующего лица (ср. англ. by, франц. par), в переводе обычно опускается; существительное переводится творительным падежом, иногда же может быть передано выражениями из-за, через посредство, благодаря и т. п.: εὖ πράττειν ὑ. τινος Soph. быть облагодетельствованным кем-л.; αἰτίας ἔχειν ὑ. τινος Xen. быть обвиненным кем-л.; εἶναι ἐν ἀξιώματι [[ὑπό]] τινος Thuc. быть в почете у кого-л.; ὑπ᾽ ἀγγέλων Plat. через (посредство) гонцов; ἡ ὑ. πάντων [[τιμή]] Xen. всеобщее уважение; εὖ ἀκούειν [[ὑπό]] τινος Xen. пользоваться хорошей репутацией у кого-л.; τὸ ὑ. τοῦ νόμου [[ἐπίταγμα]] Plat. предписанное законом; ἡ [[ὑπό]] τινος [[παίδευσις]] Xen. полученное от кого-л. воспитание;<br /><b class="num">2)</b> praep. [[cum]] dat.; 2.1) под (ὑ. δρυΐ, ὑπ᾽ οὐρανῷ Hom.; ὑ. τῷ ἱματίῳ Plat.): ὑφ᾽ ἅρμασιν Hom. и ὑ. τοῖς ἅρμασιν ἵπποι Xen. запряженные или упряжные лошади; 2.2) из-под (ὑ. ποσσὶ [[κονίσαλος]] [[ὤρνυτο]] Hom.); 2.3) у подножия (τείχει [[ὕπο]] Τρώων Hom.): ὑ. [[ὄρει]] Xen. у подошвы горы; ὑ. τῇ ἀκροπόλει Her. у основания акрополя; 2.4) под управлением, в зависимости от ([[ὑπό]] τινι εἶναι Thuc., Plat.): τὰ θηρία τὰ ὑ. τοῖς ἀνθρώποις Plat. подвластные людям животные; ὑφ᾽ ἑαυτῷ ἔχειν Xen. иметь в своей власти; ὑφ᾽ ἑαυτῷ ποιεῖσθαι Her. подчинить себе; [[ὑπό]] τινι [[γενέσθαι]] Her., Thuc., Xen. оказаться под чьей-л. властью; τὸ ὑ. ταῖς γεωμετρίαις τέχναις Plat. относящееся к области пространственных искусств; ὑ. Καίσαρι στρατεΰεσθαι Plut. служить в армии под началом Цезаря; ὑ. πόλεσι καὶ νόμοις οἰκεῖν Isocr. жить в условиях государственности и законности; 2.5) от, из-за, по причине: ὑ. [[χερσί]] τινος [[θανέειν]] Hom. умереть от чьей-л. руки; ὑ. δουρὶ τυπείς Hom. пораженный копьем; 2.6) (при обозначении действующего лица, ср. англ. by, франц. par; в переводе обычно опускается): [[ὑπό]] τινος κτεινόμενος Hom. пораженный кем-л.; τὸν ὑπ᾽ Ἀδμήτῳ [[τέκε]] [[Ἄλκηστις]] Hom. (Эвмел), которого Алкестида родила от Адмета; [[ὑπό]] τινι τεθραμμένος или πεπαιδευμένος Plat. воспитанный кем-л.; 2.7) в сопровождении: ὑ. τυμπάνοις Luc. под звуки тимпанов; ὑ. σκότῳ Aesch., Eur. во тьме, перен. тайком, втайне; ὑ. πομπῇ τινος Hom. в сопровождении кого-л.; ὑ. φωτὶ πολλῷ Plut. при ярком свете;<br /><b class="num">3)</b> praep. [[cum]] acc.; 3.1) под, в (на вопросы «куда?» и «где?»): [[ἐλθεῖν]] или νέεσθαι ὑ. ζόφον Hom. сойти в царство теней; ὑ. ζυγὸν ἄγειν ἵππους Hom. подводить под ярмо, т. е. запрягать лошадей; ὑ. [[σπέος]] Hom. в пещеру; ὑ. [[δικαστήριον]] ἄγειν τινά Her. вести кого-л. в судилище; ὑ. [[Ἴλιον]] [[ἐλθεῖν]] Hom. прийти под стены Илиона; ὑ. γῆν Hom., Her. в (под) землю и в земле (под землей); ὑπ᾽ ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε Hom. под восходящим и взошедшим солнцем, т. е. на целом свете; 3.2) под покровом, под защитой, за: κατακρύπτειν τινὰ ὑ. τὴν θύρην Her. скрывать кого-л. за дверью; ὑ. τὸν [[ἱμάτιον]] Luc. под плащом; ὑ. τινα [[ἰέναι]] Hom. спрятаться за кого-л.; ὑ. τὸν πεζὸν στρατόν Her. под защитой сухопутной армии; 3.3) у подножия: ὑ. τὸ [[ὄρος]] Hom., Xen. у подошвы горы; ὑ. τὴν ἀκρόπολιν Thuc. у основания акрополя; ὑ. τινα καθίζεσθαι Plut. садиться ниже кого-л.; τὰ ὑ. τὴν ἄρκτον Her. северные (полярные) области; 3.4) в зависимости от, в подчинении у: [[γενέσθαι]] ὑ. τινα Thuc. оказаться под чьей-л. властью; οἱ ὑ. Μήδους Xen. подданные мидийского царства; οἱ ὑφ᾽ [[αὑτῷ]] ἄρχοντες Xen. подчиненные ему полководцы; [[ἄνθρωπος]] ὑ. ἐξουσίαν NT подневольный человек; ὑ. τὸ αὐτὸ [[εἶδος]] εἶναι Arst. относиться к тому же виду; οἱ [[ὑπό]] τι τεταγμένοι Luc. принадлежащие к какому-л. разряду; τὸ ὑ. τὸν ὁρισμόν Arst. содержание определения; 3.5) около, ко времени: ὑ. νύκτα Hom., Her. с наступлением ночи; ὑ. τὸν ὄρθρον NT на рассвете; ὑ. [[ταῦτα]] Her. и ὑ. τοῦτον τὸν χρόνον Thuc. в это время; [[ὑπό]] τι Hom., Her., Thuc. во время чего-л.; 3.6) близко к: [[ὑπό]] τι [[μικρόν]] Arph. немножко, чуточку; [[ὑπό]] τι [[ἄτοπος]] Plat. несколько странный; 3.7) в сопровождении, при (ὑπ᾽ αὐγὰς λεύσσειν τι Eur.): ὑπ᾽ ὄρχησιν καὶ ᾠδήν Plat. с пляской и песнями; ὑ. τὸν αὐλόν Xen. под звуки свирели.
}}
}}