Anonymous

ὑποφύω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποφύω:''' κάνω [[κάτι]] να φυτρώσει από [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑποφύω:''' κάνω [[κάτι]] να φυτρώσει από [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποφύω:''' выращивать, взращивать снизу (ποίην Hom. - in tmesi): γίνεται [[ἅμα]] τῆς ἑτέρας ὑποφυομένης ἡ τῆς ἑτέρας ὁπλῆς [[ἀποβολή]] Arst. по мере того, как нарастает новое копыто, старое сбрасывается.
}}
}}