Anonymous

ὑποκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκαταβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[κατεβαίνω]], [[κατηφορίζω]] βαθμιαία ή [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[κατεβαίνω]] [[λιγάκι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑποκαταβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[κατεβαίνω]], [[κατηφορίζω]] βαθμιαία ή [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[κατεβαίνω]] [[λιγάκι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκαταβαίνω:''' мало-помалу или потихоньку сходить вниз, спускаться Her., Luc.: ὑ. ἔκ τινος Thuc. спускаться с чего-л.; ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου Xen. спустившись, он расположился в долине.
}}
}}