Anonymous

ὑψόσε: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψόσε:''' επίρρ. κίνησης, προς τα ύψη, προς τα πάνω, [[ψηλά]], σε Όμηρ.· <i>ὑψόσ' ἔχοντες</i>, αυτοί που εκτείνονται σε ύψος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑψόσε:''' επίρρ. κίνησης, προς τα ύψη, προς τα πάνω, [[ψηλά]], σε Όμηρ.· <i>ὑψόσ' ἔχοντες</i>, αυτοί που εκτείνονται σε ύψος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψόσε:''' adv. ввысь, вверх (ἀείρειν, πηδᾶν Hom.): κίονες ὑ. ἔχοντες Hom. уходящие ввысь колонны.
}}
}}