3,277,636
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλανθρωπία:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ανθρωπιά, [[καλοσύνη]], [[ευγένεια]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ευγένειας, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεαι για το Θεό, [[αγάπη]] προς τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη ΙI. λέγεται για πράγματα, ἡ τοῦ ὀνόματος [[φιλανθρωπία]], η ανθρωπιά του, [[ευγένεια]], [[πραότητα]], σε Δημ.· ἡ [[φιλανθρωπία]] τῆς τέχνης, αναφέρεται στη [[γεωργία]], σε Ξεν. | |lsmtext='''φῐλανθρωπία:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ανθρωπιά, [[καλοσύνη]], [[ευγένεια]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ευγένειας, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεαι για το Θεό, [[αγάπη]] προς τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη ΙI. λέγεται για πράγματα, ἡ τοῦ ὀνόματος [[φιλανθρωπία]], η ανθρωπιά του, [[ευγένεια]], [[πραότητα]], σε Δημ.· ἡ [[φιλανθρωπία]] τῆς τέχνης, αναφέρεται στη [[γεωργία]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλανθρωπία:''' ἡ<b class="num">1)</b> человеколюбие, человечность: φιλανθρωπίᾳ Xen. и ὑπὸ φιλανθρωπίας Plat. из человеколюбия, по доброте (своей); αἱ φιλανθρωπίαι Dem. человеколюбивые поступки, добрые дела;<br /><b class="num">2)</b> благосклонность, снисходительность, тж. приветливость, ласковость: φ. λόγων Dem. и διὰ τῶν λόγων Polyb. ласковая или приветливая речь; πάσης φιλανθρωπίας ἐστερημένη ([[χώρα]]) Diod. крайне неприветливая местность; ἡ φ. τῆς τέχνης Xen. благотворное влияние (земледельческого) искусства, но Aeschin. привлекательность (сценического) искусства. | |||
}} | }} |