Anonymous

ὑψηλός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψηλός:''' -ή, -όν ([[ὕψι]]),<br /><b class="num">I.</b> ψηλός, [[υψηλός]], ανυψωμένος, Λατ. [[altus]], [[sublimis]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· λέγεται για ορεινή [[χώρα]], [[χώρη]] ὀρεινὴ καὶ ὑψηλή, σε Ηρόδ.· <i>ὑψηλὰ χωρία</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[υψηλός]], [[μέγας]], [[λαμπρός]], σε Πίνδ., Πλάτ.· <i>ὑψηλὰ κομπεῖν</i>, [[μιλώ]] με αγέρωχο τρόπο, σε Σοφ.· [[πνεῦμα]] ὑψηλὸν αἴρειν, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑψηλός:''' -ή, -όν ([[ὕψι]]),<br /><b class="num">I.</b> ψηλός, [[υψηλός]], ανυψωμένος, Λατ. [[altus]], [[sublimis]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· λέγεται για ορεινή [[χώρα]], [[χώρη]] ὀρεινὴ καὶ ὑψηλή, σε Ηρόδ.· <i>ὑψηλὰ χωρία</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[υψηλός]], [[μέγας]], [[λαμπρός]], σε Πίνδ., Πλάτ.· <i>ὑψηλὰ κομπεῖν</i>, [[μιλώ]] με αγέρωχο τρόπο, σε Σοφ.· [[πνεῦμα]] ὑψηλὸν αἴρειν, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψηλός:''' <b class="num">1)</b> высокий ([[πύργος]] Hom.; [[στέγη]] Aesch.; [[τεῖχος]] Thuc.; [[ὄρος]] NT);<br /><b class="num">2)</b> высокогорный, возвышенный (ἡ Μηδικὴ [[χώρη]] Her.; τὰ χωρία Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> перен. высокий, возвышенный (ἀρεταί, [[κλέος]] Pind.; [[λόγος]] Plut.): ὑ. τῷ ἤθει Plut. с возвышенной душой; [[ὑψηλόν]] τινα αἴρειν Eur., Aeschin. возвеличивать кого-л.; ἑαυτὸν ὑψηλότερόν τινος παρέχειν Luc. возвышаться над чем-л.;<br /><b class="num">4)</b> высокомерный, надменный: ὑφηλὰ κομπεῖν Soph. держать надменные речи; τὰ ὑψηλὰ φρονεῖν NT = ὑψηλοφρονεῖν.
}}
}}