3,277,381
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλοδέσποτος:''' -ον, αυτός που αγαπά τον αφέντη ή τον κύριό του, <i>ἀνδράποδα φιλοδέσποτα</i>, δούλοι που αποδέχονται τα [[δεσμά]] τους, σε Ηρόδ.· [[δῆμος]] [[φιλοδέσποτος]], σε Θέογν. | |lsmtext='''φῐλοδέσποτος:''' -ον, αυτός που αγαπά τον αφέντη ή τον κύριό του, <i>ἀνδράποδα φιλοδέσποτα</i>, δούλοι που αποδέχονται τα [[δεσμά]] τους, σε Ηρόδ.· [[δῆμος]] [[φιλοδέσποτος]], σε Θέογν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοδέσποτος:''' любящий своего хозяина (ἀνδράποδα Her.; οἰκέται, [[κύων]] Plut.). | |||
}} | }} |