Anonymous

φιλοδέσποτος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοδέσποτος:''' -ον, αυτός που αγαπά τον αφέντη ή τον κύριό του, <i>ἀνδράποδα φιλοδέσποτα</i>, δούλοι που αποδέχονται τα [[δεσμά]] τους, σε Ηρόδ.· [[δῆμος]] [[φιλοδέσποτος]], σε Θέογν.
|lsmtext='''φῐλοδέσποτος:''' -ον, αυτός που αγαπά τον αφέντη ή τον κύριό του, <i>ἀνδράποδα φιλοδέσποτα</i>, δούλοι που αποδέχονται τα [[δεσμά]] τους, σε Ηρόδ.· [[δῆμος]] [[φιλοδέσποτος]], σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοδέσποτος:''' любящий своего хозяина (ἀνδράποδα Her.; οἰκέται, [[κύων]] Plut.).
}}
}}