Anonymous

φόβη: Difference between revisions

From LSJ
448 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φόβη:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βόστρυχος]] ή [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαίτη]] αλόγου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., όπως [[κόμη]], κλαδιά δέντρων που είναι γεμάτα από φύλλα, [[φύλλωμα]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''φόβη:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βόστρυχος]] ή [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαίτη]] αλόγου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., όπως [[κόμη]], κλαδιά δέντρων που είναι γεμάτα από φύλλα, [[φύλλωμα]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φόβη:''' ἡ<b class="num">1)</b> прядь, локон Aesch., Soph.: δρακόντων φόβαι Pind. змеевидные волосы (Горгоны);<br /><b class="num">2)</b> грива (πώλου, [[θηρός]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> листва (ὕλης Soph.): [[μυρσίνη]] φ. Eur. миртовые листья;<br /><b class="num">4)</b> пучок ([[ἴων]] φοβαί Pind.).
}}
}}