Anonymous

φιλότεχνος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που αγαπά την [[τέχνη]], [[καλλιτέχνης]], σε Πλάτ.·<i>τὸ φιλότεχνον</i>, [[δεξιότητα]] στην [[τέχνη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''φῐλότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που αγαπά την [[τέχνη]], [[καλλιτέχνης]], σε Πλάτ.·<i>τὸ φιλότεχνον</i>, [[δεξιότητα]] στην [[τέχνη]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλότεχνος:''' <b class="num">1)</b> опытный в своем искусстве, искусный, умелый (φ. καὶ [[πρακτικός]] Plat.; κομψὸς καὶ φ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> искусно сделанный ([[διάφραγμα]] Diod.).
}}
}}