3,277,121
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που αγαπά την [[τέχνη]], [[καλλιτέχνης]], σε Πλάτ.·<i>τὸ φιλότεχνον</i>, [[δεξιότητα]] στην [[τέχνη]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''φῐλότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που αγαπά την [[τέχνη]], [[καλλιτέχνης]], σε Πλάτ.·<i>τὸ φιλότεχνον</i>, [[δεξιότητα]] στην [[τέχνη]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλότεχνος:''' <b class="num">1)</b> опытный в своем искусстве, искусный, умелый (φ. καὶ [[πρακτικός]] Plat.; κομψὸς καὶ φ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> искусно сделанный ([[διάφραγμα]] Diod.). | |||
}} | }} |