Anonymous

φόβητρον: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φόβητρον:''' τό ([[φοβέω]]), [[σκιάχτρο]], αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.
|lsmtext='''φόβητρον:''' τό ([[φοβέω]]), [[σκιάχτρο]], αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''φόβητρον:''' τό страшное явление, пугало, страшилище Plat., Luc., NT, Anth.
}}
}}