Anonymous

φιλόκαλος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόκᾰλος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[ομορφιά]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά τη [[λεπτότητα]] και την [[κομψότητα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αγαπά τις τιμές, αναζητά τις τιμές, στον ίδ.
|lsmtext='''φῐλόκᾰλος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[ομορφιά]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά τη [[λεπτότητα]] και την [[κομψότητα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αγαπά τις τιμές, αναζητά τις τιμές, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόκᾰλος:''' <b class="num">1)</b> любящий красивое, поклоняющийся красоте Plat.: φ. περὶ τὰ [[ὅπλα]] Xen. любящий красивое оружие; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φ. Isocr. любящий красиво одеваться;<br /><b class="num">2)</b> желающий быть красивым ([[ταώς]] Arst.): φ. ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. любящий блеснуть презрением к опасностям.
}}
}}