3,252,795
edits
(45) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φολιδωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α [[φολιδοῡμαι]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[ερπετό]]) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο [[δέρμα]] του (α. «το [[δέρμα]] του φιδιού [[είναι]] φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ [[δέρμα]] φολιδωτόν ἐστι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) καλυμμένος με μικρές μεταλλικές πλάκες τη μία [[κοντά]] στην [[άλλη]] (α. «ο [[θώρακας]] τών ιπποτών του Μεσαίωνα ήταν [[φολιδωτός]]» β. «[[ὅστις]] ἄν θώρακ' ἔχῃ φολιδωτόν», Ποσείδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα φολιδωτά</i><br /><b>ζωολ.</b> α) [[άλλη]] [[ονομασία]] τών λεπιδωτών ερπετών<br />β) [[τάξη]] θηλαστικών της Αφρικής που περιλαμβάνει τους παγκολίνους. | |mltxt=-ή, -ό / [[φολιδωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α [[φολιδοῡμαι]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[ερπετό]]) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο [[δέρμα]] του (α. «το [[δέρμα]] του φιδιού [[είναι]] φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ [[δέρμα]] φολιδωτόν ἐστι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) καλυμμένος με μικρές μεταλλικές πλάκες τη μία [[κοντά]] στην [[άλλη]] (α. «ο [[θώρακας]] τών ιπποτών του Μεσαίωνα ήταν [[φολιδωτός]]» β. «[[ὅστις]] ἄν θώρακ' ἔχῃ φολιδωτόν», Ποσείδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα φολιδωτά</i><br /><b>ζωολ.</b> α) [[άλλη]] [[ονομασία]] τών λεπιδωτών ερπετών<br />β) [[τάξη]] θηλαστικών της Αφρικής που περιλαμβάνει τους παγκολίνους. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φολῐδωτός:''' <b class="num">1)</b> покрытый чешуей, чешуйчатый (τὸ τῶν ὄφεων [[γένος]] Arst.; [[δέρμα]] κροκοδείλου Diod.);<br /><b class="num">2)</b> имеющий вид чешуи ([[θώραξ]] Plut., Luc.). | |||
}} | }} |