Anonymous

φιλάργυρος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλάργῠρος:''' -ον, αυτός που αγαπά τα χρήματα, [[άπληστος]], σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· υπερθ. <i>φιλαργυρώτατος</i>, σε Ξεν.· <i>τὸ φιλάργυρον</i>, = [[φιλαργυρία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''φῐλάργῠρος:''' -ον, αυτός που αγαπά τα χρήματα, [[άπληστος]], σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· υπερθ. <i>φιλαργυρώτατος</i>, σε Ξεν.· <i>τὸ φιλάργυρον</i>, = [[φιλαργυρία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλάργῠρος:''' сребролюбивый Soph., Xen., Plat. etc.
}}
}}