Anonymous

φοινικόεις: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκόεις:''' -εσσα, -εν ([[φοῖνιξ]]), = [[φοινίκειος]], [[σκούρος]] [[κόκκινος]], [[ερυθρός]] ή [[πορφυρός]], σε Όμηρ., Ησίοδ. (Στους εξαμετ., το <i>φοινικόεσσα</i>, <i>-όεντα</i>, προφέρονται ως συνηρημένα).
|lsmtext='''φοινῑκόεις:''' -εσσα, -εν ([[φοῖνιξ]]), = [[φοινίκειος]], [[σκούρος]] [[κόκκινος]], [[ερυθρός]] ή [[πορφυρός]], σε Όμηρ., Ησίοδ. (Στους εξαμετ., το <i>φοινικόεσσα</i>, <i>-όεντα</i>, προφέρονται ως συνηρημένα).
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκόεις:''' όεσσα, όεν Hom., Hes. = [[φοινίκεος]].
}}
}}