3,277,719
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρονούντως:''' επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[φρονέω]], [[φρόνιμα]], συνετά (με [[φρόνηση]], με [[σύνεση]]), σε Σοφ. | |lsmtext='''φρονούντως:''' επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[φρονέω]], [[φρόνιμα]], συνετά (με [[φρόνηση]], με [[σύνεση]]), σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρονούντως:''' разумно (λέγειν Soph.; φ. πρὸς φρονοῦντας ἐννέπειν Aesch.). | |||
}} | }} |