Anonymous

χαμηλός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰμηλός:''' -ή, -όν ([[χαμαί]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται πάνω στο [[έδαφος]], αυτός που έρπεται, σε Ανθ., λέγεται για οπλές αλόγου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μικρός]], [[μηδαμινός]], σε Ανθ.· <i>χαμηλὰ πνέων</i>, [[κάποιος]] με φτωχό [[πνεύμα]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''χᾰμηλός:''' -ή, -όν ([[χαμαί]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται πάνω στο [[έδαφος]], αυτός που έρπεται, σε Ανθ., λέγεται για οπλές αλόγου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μικρός]], [[μηδαμινός]], σε Ανθ.· <i>χαμηλὰ πνέων</i>, [[κάποιος]] με φτωχό [[πνεύμα]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰμηλός:''' <b class="num">1)</b> низкий (αἱ ὁπλαί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> незначительный, ничтожный: στιγμῆς τι χαμηλότερον Anth. ничтожнее точки, т. е. совершенно незначительный;<br /><b class="num">3)</b> низменный, мелкий: χαμηλὰ πνεῖν Pind. иметь низменные побуждения, «мелко плавать».
}}
}}