Anonymous

χειρωνακτικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(46)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χειρωνακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρῶναξ]], -<i>ακτος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική [[εργασία]]» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειρωνακτικώς</i> / <i>χειρωνακτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χειρωνακτικά</i> Ν<br />με [[εργασία]] τών χεριών.
|mltxt=-ή, -ό / [[χειρωνακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρῶναξ]], -<i>ακτος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική [[εργασία]]» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειρωνακτικώς</i> / <i>χειρωνακτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χειρωνακτικά</i> Ν<br />με [[εργασία]] τών χεριών.
}}
{{elru
|elrutext='''χειρωνακτικός:''' ὁ ремесленник, рабочий Plat.
}}
}}