3,270,341
edits
(46) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χειρωνακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρῶναξ]], -<i>ακτος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική [[εργασία]]» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειρωνακτικώς</i> / <i>χειρωνακτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χειρωνακτικά</i> Ν<br />με [[εργασία]] τών χεριών. | |mltxt=-ή, -ό / [[χειρωνακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρῶναξ]], -<i>ακτος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική [[εργασία]]» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειρωνακτικώς</i> / <i>χειρωνακτικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>χειρωνακτικά</i> Ν<br />με [[εργασία]] τών χεριών. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρωνακτικός:''' ὁ ремесленник, рабочий Plat. | |||
}} | }} |