Anonymous

χαλκοχάρμης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]]), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ.
|lsmtext='''χαλκοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]]), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοχάρμης:''' дор. [[χαλκοχάρμας]], ου adj. m [[χάρμα]] II] сражающийся в медных доспехах, по по друг. [[χάρμα]] I] радующийся оружию (ξένοι, [[πόλεμος]] Pind.).
}}
}}