Anonymous

χασμώδης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(46)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[χάσμη]]<br /><b>1.</b> αυτός που χασμουριέται διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χασμῶδες</i><br />α) συνεχές [[χασμουρητό]]<br />β) [[διαρκής]] [[νωθρότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων»<br /><b>γραμμ.</b> [[χασμωδία]] (Απολλ. Δύσκ.).
|mltxt=-ῶδες, Α [[χάσμη]]<br /><b>1.</b> αυτός που χασμουριέται διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χασμῶδες</i><br />α) συνεχές [[χασμουρητό]]<br />β) [[διαρκής]] [[νωθρότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων»<br /><b>γραμμ.</b> [[χασμωδία]] (Απολλ. Δύσκ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χασμώδης:''' постоянно зевающий, сонливый, вялый Diog. L.
}}
}}