3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειρουργέω:''' ([[χειρουργός]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] με τα χέρια, [[εκτελώ]], [[ιδίως]], λέγεται για πράξεις βίας, σε Θουκ., Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> έχω στο [[χέρι]], [[ασκώ]] πρακτικώς, σε Αριστ. | |lsmtext='''χειρουργέω:''' ([[χειρουργός]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] με τα χέρια, [[εκτελώ]], [[ιδίως]], λέγεται για πράξεις βίας, σε Θουκ., Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> έχω στο [[χέρι]], [[ασκώ]] πρακτικώς, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρουργέω:''' <b class="num">1)</b> заниматься ручным трудом: οἱ χειρουργοῦντες Arst. ремесленники;<br /><b class="num">2)</b> делать, устраивать, строить (ἱερὰ καὶ γυμνάσια Plat.): εἴ τί που δέοι χ. Thuc. на случай необходимости что-л. сделать;<br /><b class="num">3)</b> обрабатывать (αἱ ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας χειρουργούμεναι ἄμπελοι Diod.);<br /><b class="num">4)</b> действовать (οἱ χειρουργήσαντες καὶ βουλεύσαντες Aeschin.);<br /><b class="num">5)</b> заниматься врачебными операциями (οἱ χειρουργοῦντες ἰατροί Plut.);<br /><b class="num">6)</b> играть на музыкальном инструменте (ᾄδοντες τε καὶ χειρουργοῦντες Arst.);<br /><b class="num">7)</b> мастурбировать Diog. L. | |||
}} | }} |