Anonymous

χολερικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(46)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χολερικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χολέρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χολέρα]] (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῑν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[χολέρα]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> [[άτομο]] χολερικής ιδιοσυγκρασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χολερική [[ιδιοσυγκρασία]]» — [[τύπος]] ιδιοσυγκρασίας [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] [[είναι]] ευέξαπτο και έχει εκδηλώσεις βίαιης και παράφορης συμπεριφοράς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χολερικῶς</i> Α<br /><b>φρ.</b> «χολερικῶς λαμβάνομαι» — προσβάλλομαι από [[χολέρα]] (Διογ. Λαέρ.).
|mltxt=-ή, -ό / [[χολερικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χολέρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χολέρα]] (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῑν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[χολέρα]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> [[άτομο]] χολερικής ιδιοσυγκρασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χολερική [[ιδιοσυγκρασία]]» — [[τύπος]] ιδιοσυγκρασίας [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] [[είναι]] ευέξαπτο και έχει εκδηλώσεις βίαιης και παράφορης συμπεριφοράς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χολερικῶς</i> Α<br /><b>φρ.</b> «χολερικῶς λαμβάνομαι» — προσβάλλομαι από [[χολέρα]] (Διογ. Λαέρ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χολερικός:''' <b class="num">II</b> ὁ больной холерой Plut.<br />холерный или похожий на холеру ([[πάθη]] Sext.).
}}
}}