3,271,232
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χόλιξ:''' -ῐκος, ἡ, [[κυρίως]] σε πληθ. <i>χόλικες</i>, όπως το [[χολάδες]], έντερα ή [[εντόσθια]] βοδιών, σε Αριστοφ.· σε ενικ., στον ίδ. | |lsmtext='''χόλιξ:''' -ῐκος, ἡ, [[κυρίως]] σε πληθ. <i>χόλικες</i>, όπως το [[χολάδες]], έντερα ή [[εντόσθια]] βοδιών, σε Αριστοφ.· σε ενικ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χόλιξ:''' ῐκος ἡ чаще pl. бычачьи кишки, потроха Arph. | |||
}} | }} |