Anonymous

χόλιξ: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χόλιξ:''' -ῐκος, ἡ, [[κυρίως]] σε πληθ. <i>χόλικες</i>, όπως το [[χολάδες]], έντερα ή [[εντόσθια]] βοδιών, σε Αριστοφ.· σε ενικ., στον ίδ.
|lsmtext='''χόλιξ:''' -ῐκος, ἡ, [[κυρίως]] σε πληθ. <i>χόλικες</i>, όπως το [[χολάδες]], έντερα ή [[εντόσθια]] βοδιών, σε Αριστοφ.· σε ενικ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χόλιξ:''' ῐκος ἡ чаще pl. бычачьи кишки, потроха Arph.
}}
}}