3,253,652
edits
(46) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χολέρη Α<br />λοιμώδες και επιδημικό [[νόσημα]] που οφείλεται στο βακτήριο Vibrio cholerae και συνοδεύεται από [[διάρροια]] και χολώδεις εμέτους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δερματοπάθεια]] που παρουσιάζεται στα δάχτυλα ορισμένων επαγγελματιών, όπως βυρσοδεψών κ.ά., υπό [[μορφή]] εκχυμώσεων, και εξελίσσεται σε πολύ οδυνηρές εξελκώσεις<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] γυναίκας πολύ άσχημης και πολύ κακής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ημεδαπή [[χολέρα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χολερίνη]]<br />β) «[[χολέρα]] τών ορνίθων» ή «[[χολέρα]] τών πτηνών»<br /><b>([[κτην]].)</b> [[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] η οποία προσβάλλει τα οικιακά πτηνά, [[ιδίως]] τις όρνιθες, και οφείλεται σε βακτηρίδιο του γένους [[παστερέλλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξηρά]] [[χολέρα]]» — ισχυρή [[έμφραξη]] της κοιλιάς [[κατά]] την οποία δεν εκκρίνονται [[ούτε]] [[κόπρανα]] [[ούτε]] [[ούρα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. όρος του ιατρικού λεξιλογίου, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερ</i>-<i>α</i>, όπως και άλλες ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>ἴκτ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>, <i>ὕδ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>). Κατά την [[αρχαιότητα]] η λ. ερμηνευόταν ως παρ. της λ. [[χολή]] ή της λ. [[χολάς]], [[άποψη]] η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[πλευρά]]. Αντίθετα, η [[άποψη]] νεώτερων μελετητών, σύμφωνα με την οποία η λ. [[χολέρα]] μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghal</i>- «[[ζημιά]], [[βλάβη]], [[σπάσιμο]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. <i>galar</i> «[[αρρώστια]], [[λύπη]]» και το χεττιτ. <i>kallar</i> «[[κακός]], [[άσχημος]]», δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η σημ. του ελλ. όρου [[είναι]] πολύ πιο συγκεκριμένη και ειδική]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χολέρη Α<br />λοιμώδες και επιδημικό [[νόσημα]] που οφείλεται στο βακτήριο Vibrio cholerae και συνοδεύεται από [[διάρροια]] και χολώδεις εμέτους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δερματοπάθεια]] που παρουσιάζεται στα δάχτυλα ορισμένων επαγγελματιών, όπως βυρσοδεψών κ.ά., υπό [[μορφή]] εκχυμώσεων, και εξελίσσεται σε πολύ οδυνηρές εξελκώσεις<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] γυναίκας πολύ άσχημης και πολύ κακής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ημεδαπή [[χολέρα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[χολερίνη]]<br />β) «[[χολέρα]] τών ορνίθων» ή «[[χολέρα]] τών πτηνών»<br /><b>([[κτην]].)</b> [[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] η οποία προσβάλλει τα οικιακά πτηνά, [[ιδίως]] τις όρνιθες, και οφείλεται σε βακτηρίδιο του γένους [[παστερέλλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξηρά]] [[χολέρα]]» — ισχυρή [[έμφραξη]] της κοιλιάς [[κατά]] την οποία δεν εκκρίνονται [[ούτε]] [[κόπρανα]] [[ούτε]] [[ούρα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. όρος του ιατρικού λεξιλογίου, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερ</i>-<i>α</i>, όπως και άλλες ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>ἴκτ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>, <i>ὕδ</i>-<i>ερ</i>-<i>ος</i>). Κατά την [[αρχαιότητα]] η λ. ερμηνευόταν ως παρ. της λ. [[χολή]] ή της λ. [[χολάς]], [[άποψη]] η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[πλευρά]]. Αντίθετα, η [[άποψη]] νεώτερων μελετητών, σύμφωνα με την οποία η λ. [[χολέρα]] μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghal</i>- «[[ζημιά]], [[βλάβη]], [[σπάσιμο]]» και να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. <i>galar</i> «[[αρρώστια]], [[λύπη]]» και το χεττιτ. <i>kallar</i> «[[κακός]], [[άσχημος]]», δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η σημ. του ελλ. όρου [[είναι]] πολύ πιο συγκεκριμένη και ειδική]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χολέρα:''' предполож. ἡ холера Plut. | |||
}} | }} |