Anonymous

χρυσόω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, χρυσώνω, [[επιχρυσώνω]], σε Λουκ. — Παθ., επιχρυσώνομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''χρῡσόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, χρυσώνω, [[επιχρυσώνω]], σε Λουκ. — Παθ., επιχρυσώνομαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσόω:''' покрывать золотом или позолотой, золотить (τι Plat., Arph., Diod., Luc.): κεχρυσωμένος πάχεϊ χρυσῷ Her. обложенный толстым слоем золота; τὰ φύλλα χρυσοῦται Plut. листья принимают золотистый оттенок.
}}
}}