3,274,921
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοφύλαξ:''' -ακος, ὁ, ἡ[ῠ], αυτός που φυλά τον χρυσό, [[χρυσοφύλαξ]] [[θύλακος]], [[σάκος]] με χρήματα, σε Πλούτ.· ως ουσ., [[φύλακας]] χρυσού, σε Ηρόδ., Ευρ. | |lsmtext='''χρῡσοφύλαξ:''' -ακος, ὁ, ἡ[ῠ], αυτός που φυλά τον χρυσό, [[χρυσοφύλαξ]] [[θύλακος]], [[σάκος]] με χρήματα, σε Πλούτ.· ως ουσ., [[φύλακας]] χρυσού, σε Ηρόδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσοφύλαξ:''' ᾰκος (φῠ) adj. стерегущий золото (γρῦπες Her.): χ. [[θύλακος]] Plut. мешок для хранений золота.<br />ᾰκος ὁ хранитель золота (τοῦ θεοῦ Eur.). | |||
}} | }} |