Anonymous

χωστρίς: Difference between revisions

From LSJ
4b
(47c)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br />([[κυρίως]] σε [[συνεκφορά]] με τη λ. [[χελώνη]]) [[είδος]] παραπήγματος κατάλληλου για την [[προστασία]] πολιορκητών, όταν αυτοί επιχειρούσαν [[επιχωμάτωση]] τάφρου εχθρικού οχυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζωσ</i>-[[τρίς]])].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br />([[κυρίως]] σε [[συνεκφορά]] με τη λ. [[χελώνη]]) [[είδος]] παραπήγματος κατάλληλου για την [[προστασία]] πολιορκητών, όταν αυτοί επιχειρούσαν [[επιχωμάτωση]] τάφρου εχθρικού οχυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζωσ</i>-[[τρίς]])].
}}
{{elru
|elrutext='''χωστρίς:''' ίδος adj. f [[χώννυμι]] служащая для охраны осадно-земляных работ ([[χελώνη]] Polyb.).<br />ίδος ἡ воен. (лат. [[testudo]]) «черепаха» (навес для защиты осадно-земляных работ) Diod.
}}
}}