ὠθίζομαι: Difference between revisions

4b
(6)
 
(4b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠθίζομαι:''' Παθ., όπως το [[ὠστίζομαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον άλλον, [[συνωστίζομαι]], [[διαγωνίζομαι]], σε Λουκ.· μεταφ., [[φιλονικώ]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὠθίζομαι:''' Παθ., όπως το [[ὠστίζομαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον άλλον, [[συνωστίζομαι]], [[διαγωνίζομαι]], σε Λουκ.· μεταφ., [[φιλονικώ]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠθίζομαι:''' <b class="num">1)</b> толкать друг друга, толкаться Luc.;<br /><b class="num">2)</b> пререкаться, ссориться Luc.
}}
}}