Anonymous

χνόος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χνόος:''' ὁ, Αττ. συνηρ. [[χνοῦς]], γεν. <i>χνοῦ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κάθε]] ελαφριά και [[πορώδης]] [[ουσία]], ἁλὸς [[χνόος]], [[αφρός]] που συγκεντρώνεται στην [[άκρη]] της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· πωλικὸς [[χνόος]], [[αφρός]] αλόγου, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> οι πρώτες [[τρίχες]] στο [[πρόσωπο]] των [[νέων]], Λατ. [[lanugo]], σε Αριστοφ.· το [[χνούδι]] πάνω στα φρούτα, σε Ανθ.
|lsmtext='''χνόος:''' ὁ, Αττ. συνηρ. [[χνοῦς]], γεν. <i>χνοῦ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κάθε]] ελαφριά και [[πορώδης]] [[ουσία]], ἁλὸς [[χνόος]], [[αφρός]] που συγκεντρώνεται στην [[άκρη]] της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· πωλικὸς [[χνόος]], [[αφρός]] αλόγου, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> οι πρώτες [[τρίχες]] στο [[πρόσωπο]] των [[νέων]], Λατ. [[lanugo]], σε Αριστοφ.· το [[χνούδι]] πάνω στα φρούτα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χνόος:''' стяж. [[χνοῦς]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> налет или пена ([[ἁλός]] Hom.; [[δρόσος]] καὶ [[χνοῦς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> пушок (χ. [[ἐπικαρπίδιος]] Anth.): χ. λαμπρὸς καὶ [[μαλακός]] Diod. блестящий и мягкий пух, т. е. хлопок; χνοῦ [[ἀνάπλεως]] Arst. очень пушистый, мохнатый.
}}
}}