Anonymous

ὠμόφρων: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει σκληρό [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[βίαιος]], [[ωμός]], σε Τραγ.· επίρρ. [[ὠμοφρόνως]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὠμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει σκληρό [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[βίαιος]], [[ωμός]], σε Τραγ.· επίρρ. [[ὠμοφρόνως]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμόφρων:''' 2, gen. ονος дикий, суровый, жестокий, неумолимый ([[λύκος]], [[σίδαρος]] Aesch.; [[πατήρ]] Soph.; [[μήτηρ]] = [[Κλυταιμνήστρα]] Eur.).
}}
}}