Anonymous

ὠμοβόειος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠμοβόειος:''' Ιων. -[[βόεος]] ή [[ὠμοβόϊνος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ [[ὠμοβοέη]] (ενν. [[δορά]]), ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὠμοβόειος:''' Ιων. -[[βόεος]] ή [[ὠμοβόϊνος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ [[ὠμοβοέη]] (ενν. [[δορά]]), ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοβόειος:''' и [[ὠμοβόεος]] 3 [[ὠμός]] из невыделанной бычачьей шкуры (δέρματα Her.; γέρρα Xen.).
}}
}}