Anonymous

ὠτειλή: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠτειλή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[τραύμα]] πρόσφατο· δεῖξεν [[αἷμα]] καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς, σε Ομήρ. Ιλ.· αἷμ' [[ἔτι]] θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σημάδι]] τραύματος, [[πληγή]], [[ουλή]], σε Ξεν., Πλούτ., (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ὠτειλή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[τραύμα]] πρόσφατο· δεῖξεν [[αἷμα]] καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς, σε Ομήρ. Ιλ.· αἷμ' [[ἔτι]] θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σημάδι]] τραύματος, [[πληγή]], [[ουλή]], σε Ξεν., Πλούτ., (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ὠτειλή:''' ἡ<b class="num">1)</b> рана ([[ἔρρει]] δ᾽ [[αἷμα]] κατ᾽ οὐταμένην ὠτειλήν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> рубец от раны, шрам (ὠτειλοιὶ φανεραί Xen.): ὠτειλαὶ ἀπὸ πολλῶν ἀγώνων Plut. рубцы от ран, полученных во многих сражениях.
}}
}}