Anonymous

ὠχράω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠχράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[γίνομαι]] [[ωχρός]] ή [[χλωμός]]· ὠχρᾶν [[χρόα]], έχω ωχρή [[χροιά]], είμαι [[κιτρινωπός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὠχράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[γίνομαι]] [[ωχρός]] ή [[χλωμός]]· ὠχρᾶν [[χρόα]], έχω ωχρή [[χροιά]], είμαι [[κιτρινωπός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠχράω:''' становиться желтовато-бледным или бледнеть: ὠ. [[χρόα]] Hom. побледнеть лицом.
}}
}}