Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δασύνω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(8)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[δασύνω]]) [[δασύς]]<br />[[προφέρω]] ή [[γράφω]] με δασύ [[πνεύμα]] («'Αττικοὶ δασύνουσι», «δασυνόμεναι λέξεις»)<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. (για τον ουρανό) [[γεμίζω]] σύννεφα, [[καθιστώ]] σκοτεινό («ὁ 'Αργέστης ταχὺ δασύνει τὸν οὐρανόν»)<br />II. <i>δασύνομαι</i><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] μαλλιά («φαλακροὶ δασύνονται»)<br /><b>2.</b> (για τα [[ούρα]]) [[θολώνω]]<br /><b>3.</b> (για την [[αναπνοή]]) [[γίνομαι]] [[δυσχερής]], [[βαραίνω]]<br /><b>4.</b> (για τη [[φωνή]]) [[γίνομαι]] βραχνή.
|mltxt=(AM [[δασύνω]]) [[δασύς]]<br />[[προφέρω]] ή [[γράφω]] με δασύ [[πνεύμα]] («'Αττικοὶ δασύνουσι», «δασυνόμεναι λέξεις»)<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. (για τον ουρανό) [[γεμίζω]] σύννεφα, [[καθιστώ]] σκοτεινό («ὁ 'Αργέστης ταχὺ δασύνει τὸν οὐρανόν»)<br />II. <i>δασύνομαι</i><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] μαλλιά («φαλακροὶ δασύνονται»)<br /><b>2.</b> (για τα [[ούρα]]) [[θολώνω]]<br /><b>3.</b> (για την [[αναπνοή]]) [[γίνομαι]] [[δυσχερής]], [[βαραίνω]]<br /><b>4.</b> (για τη [[φωνή]]) [[γίνομαι]] βραχνή.
}}
{{elnl
|elnltext=δασύνω [δασύς] harig maken, ruig maken:; ἵνα δασυνθείην ὅλη opdat ik geheel behaard zou worden Aristoph. Eccl. 66; geneesk. ptc. perf. pass. δεδασυμένος troebel (van urine).
}}
}}