Anonymous

ὠχρός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠχρός:''' -ά, -όν, [[ωχρός]], [[χλωμός]], [[κιτρινωπός]], λέγεται για την [[επιδερμίδα]], σε Ευρ., Αριστοφ.· λέγεται επίσης για βάτραχο, σε Βατραχομ.· <i>τὸ ὠχρόν</i>, το κίτρινο [[χρώμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὠχρός:''' -ά, -όν, [[ωχρός]], [[χλωμός]], [[κιτρινωπός]], λέγεται για την [[επιδερμίδα]], σε Ευρ., Αριστοφ.· λέγεται επίσης για βάτραχο, σε Βατραχομ.· <i>τὸ ὠχρόν</i>, το κίτρινο [[χρώμα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠχρός:''' изжелта-бледный, бледно-желтый или бледный Eur., Arph., Plat., Theocr., Plut., Luc.
}}
}}