Anonymous

δαῦκος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(8)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM δαῡκος)<br /><b>1.</b> [[γένος]] σκιαδανθών με κυριότερο [[είδος]] το [[καρότο]], ο [[δαύκος]] το [[καρωτόν]]<br /><b>2.</b> ο [[υπόγειος]] [[βλαστός]] του φυτού, το [[καρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φαρμακευτικό [[φυτό]] της Κρήτης, [[δαυκί]]<br /><b>2.</b> το άγριο [[καρότο]], ο [[σταφυλίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[φυτό]] το οποίο συνδέθηκε με θ. <i>δaF</i>- του [[δαίω]] «[[καίω]]», εξαιτίας της πικάντικης και καυστικής γεύσης της ρίζας του. Ο Νίκανδρος ο Επικός (Θηρ. 94) σχολιάζοντας τις λέξεις [[δαύκος]] και <i>δαυκμός</i> αναφέρει: «[[Πλούταρχος]] πλείονα μὲν φῆσι γένη τῆς βοτάνης [[εἶναι]], τὸ δὲ κοινόν τῆς δυνάμεως [[ἰδίωμα]] δριμὺ και πυρῶδες». Υπετέθη δηλ. ότι το [[φυτό]] παρήγαγε μια κολλώδη [[ουσία]] σαν το [[ρετσίνι]], που καιγόταν με καθαρή [[φλόγα]] (<b>[[πρβλ]].</b> και τη [[γλώσσα]] «<i>δαυχμόν</i>» — εύκαυστον [[ξύλον]] δάφνης). Οπωσδήποτε, η [[σύνδεση]] του <i>δαύχος</i> με το [[δαίω]] [[είναι]] πολύ αμφίβολη και οφείλεται πιθ. σε [[παρετυμολογία]]. Υποστηρίχτηκε [[τέλος]] ότι ο τ. [[καύκον]] (=[[καυκαλίς]]) αποτελεί μεταπλασμό του [[δαύκος]] [[κατά]] το [[καίω]].
|mltxt=ο (AM δαῡκος)<br /><b>1.</b> [[γένος]] σκιαδανθών με κυριότερο [[είδος]] το [[καρότο]], ο [[δαύκος]] το [[καρωτόν]]<br /><b>2.</b> ο [[υπόγειος]] [[βλαστός]] του φυτού, το [[καρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φαρμακευτικό [[φυτό]] της Κρήτης, [[δαυκί]]<br /><b>2.</b> το άγριο [[καρότο]], ο [[σταφυλίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[φυτό]] το οποίο συνδέθηκε με θ. <i>δaF</i>- του [[δαίω]] «[[καίω]]», εξαιτίας της πικάντικης και καυστικής γεύσης της ρίζας του. Ο Νίκανδρος ο Επικός (Θηρ. 94) σχολιάζοντας τις λέξεις [[δαύκος]] και <i>δαυκμός</i> αναφέρει: «[[Πλούταρχος]] πλείονα μὲν φῆσι γένη τῆς βοτάνης [[εἶναι]], τὸ δὲ κοινόν τῆς δυνάμεως [[ἰδίωμα]] δριμὺ και πυρῶδες». Υπετέθη δηλ. ότι το [[φυτό]] παρήγαγε μια κολλώδη [[ουσία]] σαν το [[ρετσίνι]], που καιγόταν με καθαρή [[φλόγα]] (<b>[[πρβλ]].</b> και τη [[γλώσσα]] «<i>δαυχμόν</i>» — εύκαυστον [[ξύλον]] δάφνης). Οπωσδήποτε, η [[σύνδεση]] του <i>δαύχος</i> με το [[δαίω]] [[είναι]] πολύ αμφίβολη και οφείλεται πιθ. σε [[παρετυμολογία]]. Υποστηρίχτηκε [[τέλος]] ότι ο τ. [[καύκον]] (=[[καυκαλίς]]) αποτελεί μεταπλασμό του [[δαύκος]] [[κατά]] το [[καίω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δαῦκος -ου, ὁ athamanta cretensis ( geneesk. plant).
}}
}}