Anonymous

διακερματίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(9)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διακερματίζομαι]] (Α)<br />[[μετατρέπω]] [[νόμισμα]] σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, [[κάνω]] [[ψιλά]], «[[χαλάω]]».
|mltxt=[[διακερματίζομαι]] (Α)<br />[[μετατρέπω]] [[νόμισμα]] σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, [[κάνω]] [[ψιλά]], «[[χαλάω]]».
}}
{{elnl
|elnltext=διακερματίζομαι [διά, κερματίζω] ‘stukslaan’, d.w.z. in kleingeld wisselen.
}}
}}