Anonymous

δωμάω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δωμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[οικοδομώ]], [[χτίζω]] — Μέσ., [[προκαλώ]] [[ανοικοδόμηση]], [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]], [[χτίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δωμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[οικοδομώ]], [[χτίζω]] — Μέσ., [[προκαλώ]] [[ανοικοδόμηση]], [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]], [[χτίζω]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=δωμάω [δῶμα] act. en med. bouwen.
}}
}}